Μεταχειρισμένα και vintage ρούχα το αντίδοτο στη γρήγορη μόδα
H μεταπώληση ρούχων και ειδικότερα τα εκλεκτά κομμάτια που αντιπροσωπεύουν προηγούμενες ή ακόμη και ιστορικές συλλογές στη μόδα άρχισαν να γίνονται νόρμα στην αντίληψη των καταναλωτών χάρις σε προσωπικότητες όπως η Κέιτ Μος. Σε συνέντευξη που είχε δώσει προ διετίας στην εφημερίδα Guardian για τα μαθήματα που έχει αποκομίσει από τη μακρά σχέση της με την αγορά των vintage ή ακόμη και των απλών μεταχειρισμένων ρούχων, η Μος είχε πει «όταν βλέπω κάτι που μου αρέσει ακολουθώ το ένστικτό μου». «Δεν έχει σημασία ο σχεδιαστής ή η εποχή, μόνο εάν το κομμάτι τραβά την προσοχή μου και δείχνει ωραίο πάνω μου».
Ολόκληρη η βιομηχανία μόδας αξιολογείται σήμερα στα 2,7 τρισ. δολάρια. Η παγκόσμια αγορά της μεταπώλησης ρούχων φθάνει τα 40 δισ. δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της Boston Consulting Group. Εκτιμάται πως θα αναπτύσσεται σε ρυθμό 15% ανά έτος, ιδιαίτερα εάν αναλογιστεί κανείς τα αποθέματα που διαθέτουμε όλοι στις ντουλάπες μας. Μόνον στις ΗΠΑ, η αγορά των μεταχειρισμένων, vintage ρούχων, υποδημάτων και αξεσουάρ αναμένεται να φθάσει τα 67 δισ. δολάρια μέχρι το 2025, σύμφωνα με το Bloomberg.
Παίκτες με υψηλές αξίες
Η Vestiaire Collective είναι μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες στην αγορά της vintage μόδας. Ιδρύθηκε το 2009 από μια ομάδα πολύ σικ Παριζιάνων. Σε πρόσφατο γύρο χρηματοδότησης αποτιμήθηκε στα 1,7 δισ. δολάρια. Ένα από τα πιο ακριβά κομμάτια που πούλησε ποτέ η Vestiaire Collective, ήταν μια τσάντα Himalayan Birkin του οίκου Hermes έναντι 85.000 ευρώ.
Η Etsy, ένας ιστότοπος μεταπώλησης διαφόρων αντικειμένων από δαχτυλίδια μέχρι παιδικά παιχνίδια, εξαγόρασε την πλατφόρμα μεταχειρισμένων και vintage ρούχων Depop έναντι 1,63 δισ. δολαρίων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. «Η μεταπώληση ρούχων μονιμοποιείται» σχολιάζει στο CNBC o συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της ThredUp, μιας ακόμη εταιρείας που αναπτύσσεται ραγδαία. Οι πλατφόρμες αυτές λειτουργούν, ουσιαστικά, σαν μεσάζοντες μεταξύ πωλητών και αγοραστών, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο της αυθεντικότητας των κομματιών.
Μοναδικότητα, βιωσιμότητα και ελκυστικές τιμές
Όσο εξωπραγματικό και αν ακούγεται, οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες για να επεκταθεί περισσότερο η αγορά των vintage ή πιο απλά παλαιών ρούχων, αξεσουάρ και υποδημάτων ποτέ δεν ήταν ιδανικότερες. Ειδήμονες συνεκτιμούν πως τα ρούχα από «δεύτερο χέρι» θα καταλαμβάνουν το 18% της ντουλάπας μας μέχρι το 2030.
Οι καταναλωτές δεν περιορίζονται πια σε ένα αυστηρά γυναικείο κοινό, με τους φραγμούς και τα στερεότυπα στη σεξουαλικότητα του ατόμου να καταρρίπτονται σταδιακά τουλάχιστον στον δημοκρατικό κόσμο. Παράλληλα μια μεγάλη μερίδα του κόσμου αναζητά όλο και πιο πολύ τη μοναδικότητα στα ρούχα για να ξεχωρίζει από τη «μάζα» σε μια εποχή που η εικόνα μετρά όσο ποτέ εξαιτίας των κοινωνικών μέσων δικτύωσης.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, μάλιστα, το αντίτιμο για μια vintage τσάντα Channel, Gucci ή Christian Dior είναι χαμηλότερο σε σχέση μια καινούργια. «Θέλουμε να μεταφέρουμε το μήνυμα πως ένα κομμάτι μπορεί να έχει διάρκεια και να αποτελεί περιουσιακό στοιχείο» σχολιάζει ο διευθύνων σύμβουλος της Vestiaire Collective, Μάξ Βίτνερ. «Θέλουμε επίσης να βελτιώσουμε τις καταναλωτικές συνήθειες, με την ανταλλαγή ρούχων, και να μειώσουμε το αποτύπωμα που αφήνουμε όλοι στο περιβάλλον» προσθέτει ο ίδιος.
Μολονότι η γρήγορη μόδα έχει κάνει πιο προσιτές τις κολεξιόν των μεγάλων οίκων στο ευρύ καταναλωτικό κοινό φέρει αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον. Με τη βιωσιμότητα και την αναγκαιότητα για τη μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος από τη βιομηχανία μόδας να παρεισφρέουν στην καταναλωτική συνείδηση, η μεταπώληση ρούχων είναι μια συμβατή εάν όχι και επιθυμητή ιδέα. Είναι το αντίδοτο στη βιομηχανία της γρήγορης μόδας και της συσσώρευσης ρούχων που ουδέποτε χρησιμοποιούνται ή έχουν ένα μικρό κύκλο ζωής, ρυπαίνοντας το περιβάλλον.
Υπολογίζεται πως παράγονται περίπου1 δισ. κομμάτια, ετησίως, δηλαδή 250 εκατ. κομμάτια την ημέρα. Οπότε η μεταπώληση ρούχων μέσα από πλατφόρμες του Διαδικτύου αποκτά οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ουσία.
Πηγή powergame